- πανάσχημος
- -η, -οπάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + άσχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάναισχρος — πάναισχρος, ον (Α) 1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης* 2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος. επίρρ... παναίσχρως (ΑΜ) αισχρότατα, αναίσχυντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσχρός] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek